Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θαυμάσιος
θαυμασμός
θαυμαστής
θαυμαστικός
θαυμαστόομαι
θαυμαστός
θαυματοποιίᾱ
θαυματοποιικός
θαυματοποιός
θαυματουργέω
θαυματουργίᾱ
θάψινος
θάψος
θεᾱ́
θέᾱ
θέαινα
θέᾱμα
θεᾱ́ομαι
θεᾱρίᾱ
θεᾱτής
θεᾱτός
View word page
θαυματουργίᾱ
θαυματουργίᾱᾱςf pejor.showmanshipin musicPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θαυματουργίᾱ
Headword (normalized):
θαυματουργίᾱ
Headword (normalized/stripped):
θαυματουργια
IDX:
18890
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18891
Key:
θαυματουργίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>θαυματουργίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>θαυματουργίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Indic>pejor.</Indic><Tr>showmanship<Expl>in music</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'θαυματουργίᾱ'}