Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θᾱ́ττων
θαῦμα
θαυμάζω
θαυμαίνω
θαυμάσιος
θαυμασμός
θαυμαστής
θαυμαστικός
θαυμαστόομαι
θαυμαστός
θαυματοποιίᾱ
θαυματοποιικός
θαυματοποιός
θαυματουργέω
θαυματουργίᾱ
θάψινος
θάψος
θεᾱ́
θέᾱ
θέαινα
θέᾱμα
View word page
θαυματοποιίᾱ
θαυματοποιίᾱᾱςfθαυματοποιός conjuringas entertainmentIsoc. Pl.pejor., ref. to showy and misleading behaviourIsoc.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θαυματοποιίᾱ
Headword (normalized):
θαυματοποιίᾱ
Headword (normalized/stripped):
θαυματοποιια
IDX:
18886
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18887
Key:
θαυματοποιίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>θαυματοποιίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>θαυματοποιίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>θαυματοποιός</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>conjuring<Expl>as entertainment</Expl></Tr><Au>Isoc. Pl.</Au><nS2><Indic>pejor., ref. to showy and misleading behaviour</Indic><Au>Isoc.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'θαυματοποιίᾱ'}