Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θᾱ́τερα
θᾱτήρ
θᾱ́ττων
θαῦμα
θαυμάζω
θαυμαίνω
θαυμάσιος
θαυμασμός
θαυμαστής
θαυμαστικός
θαυμαστόομαι
θαυμαστός
θαυματοποιίᾱ
θαυματοποιικός
θαυματοποιός
θαυματουργέω
θαυματουργίᾱ
θάψινος
θάψος
θεᾱ́
θέᾱ
View word page
θαυμαστόομαι
θαυμαστόομαιpass.contr.vb of a personbe regarded with admirationPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θαυμαστόομαι
Headword (normalized):
θαυμαστόομαι
Headword (normalized/stripped):
θαυμαστοομαι
IDX:
18884
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18885
Key:
θαυμαστόομαι

Data

{'headword_display': '<b>θαυμαστόομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>θαυμαστόομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a person</Indic><Tr>be regarded with admiration</Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'θαυμαστόομαι'}