Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θᾱ́σσων
θᾱ́τερα
θᾱτήρ
θᾱ́ττων
θαῦμα
θαυμάζω
θαυμαίνω
θαυμάσιος
θαυμασμός
θαυμαστής
θαυμαστικός
θαυμαστόομαι
θαυμαστός
θαυματοποιίᾱ
θαυματοποιικός
θαυματοποιός
θαυματουργέω
θαυματουργίᾱ
θάψινος
θάψος
θεᾱ́
View word page
θαυμαστικός
θαυμαστικόςή όνadjθαυμαστόςof a personof the sort who is admiredadmirableArist.

ShortDef

inclined to wonder

Debugging

Headword:
θαυμαστικός
Headword (normalized):
θαυμαστικός
Headword (normalized/stripped):
θαυμαστικος
IDX:
18883
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18884
Key:
θαυμαστικός

Data

{'headword_display': '<b>θαυμαστικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>θαυμαστικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>θαυμαστός</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of a person</Indic><Def>of the sort who is admired</Def><Tr>admirable</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'θαυμαστικός'}