Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θᾶσσον
θᾱ́σσω
θᾱ́σσων
θᾱ́τερα
θᾱτήρ
θᾱ́ττων
θαῦμα
θαυμάζω
θαυμαίνω
θαυμάσιος
θαυμασμός
θαυμαστής
θαυμαστικός
θαυμαστόομαι
θαυμαστός
θαυματοποιίᾱ
θαυματοποιικός
θαυματοποιός
θαυματουργέω
θαυματουργίᾱ
θάψινος
View word page
θαυμασμός
θαυμασμόςοῦm amazement, wonderPlu.

ShortDef

a marvelling

Debugging

Headword:
θαυμασμός
Headword (normalized):
θαυμασμός
Headword (normalized/stripped):
θαυμασμος
IDX:
18881
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18882
Key:
θαυμασμός

Data

{'headword_display': '<b>θαυμασμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>θαυμασμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>amazement, wonder</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'θαυμασμός'}