Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

αὐτοσχεδιάζω
αὐτοσχεδίασμα
αὐτοσχεδιαστής
αὐτοσχεδιαστικός
αὐτοσχεδίη
αὐτοσχεδόν
αὐτοτελής
αὐτότοκος
αὐτοτραγικός
αὐτοτράπεζος
αὐτοτροπέω
αὑτοῦ
αὐτοῦ
αὐτουργέω
αὐτουργίᾱ
αὐτουργικός
αὐτουργός
αὑτούς
αὐτόφι(ν)
αὐτόφλοιος
αὐτοφόνος
View word page
αὐτο-τροπέω
αὐτο-τροπέωcontr.vb perh.act in one's own mannerimprovisehHom.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
αὐτοτροπέω
Headword (normalized):
αὐτοτροπέω
Headword (normalized/stripped):
αυτοτροπεω
IDX:
1887
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1888
Key:
αὐτοτροπέω

Data

{'headword_display': '<b>αὐτο-τροπέω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>αὐτο-τροπέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Qualif>perh.</Qualif><Def>act in one's own manner</Def><Tr>improvise</Tr><Au>hHom.</Au> </vS1> </VE>", 'key': 'αὐτοτροπέω'}