Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θαμινός
θάμνος
Θάμυρις
θανάσιμος
θανατάω
θανατηφόρος
θανατικός
θανατόεις
θάνατος
θανατόω
θανάτωσις
θανέειν
θανοίσᾱς
θᾱ́ξαις
θάπτω
Θαργήλια
θαρραλέος
θαρραλεότης
θαρρέω
θαρσαλέος
θαρσέω
View word page
θανάτωσις
θανάτωσιςεωςf executionof a subject populationTh.

ShortDef

a putting to death

Debugging

Headword:
θανάτωσις
Headword (normalized):
θανάτωσις
Headword (normalized/stripped):
θανατωσις
IDX:
18853
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18854
Key:
θανάτωσις

Data

{'headword_display': '<b>θανάτωσις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>θανάτωσις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>execution<Expl>of a subject population</Expl></Tr><Au>Th.</Au></nS1></NE>', 'key': 'θανάτωσις'}