Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

αὐτόστονος
αὐτοσφαγής
αὐτοσχεδά
αὐτοσχεδιάζω
αὐτοσχεδίασμα
αὐτοσχεδιαστής
αὐτοσχεδιαστικός
αὐτοσχεδίη
αὐτοσχεδόν
αὐτοτελής
αὐτότοκος
αὐτοτραγικός
αὐτοτράπεζος
αὐτοτροπέω
αὑτοῦ
αὐτοῦ
αὐτουργέω
αὐτουργίᾱ
αὐτουργικός
αὐτουργός
αὑτούς
View word page
αὐτό-τοκος
αὐτότοκοςονadjτόκος of a harewith its offspring tooA.

ShortDef

young and all

Debugging

Headword:
αὐτότοκος
Headword (normalized):
αὐτότοκος
Headword (normalized/stripped):
αυτοτοκος
IDX:
1884
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1885
Key:
αὐτότοκος

Data

{'headword_display': '<b>αὐτό-τοκος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>αὐτό<hyph/>τοκος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>τόκος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a hare</Indic><Tr>with its offspring too</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'αὐτότοκος'}