Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θάλλω
θάλος
θαλπιάω
θαλπνός
θάλπος
θάλπω
θαλπωρή
θαλῡ́σια
θαλῡσιάς
θαμά
θαμβαίνω
θαμβέω
θάμβος
θαμέες
θαμεινός
θαμίζω
θαμινός
θάμνος
Θάμυρις
θανάσιμος
θανατάω
View word page
θαμβαίνω
θαμβαίνωvbθάμβος admire, be amazed at exotic treesPi.

ShortDef

to be astonished at

Debugging

Headword:
θαμβαίνω
Headword (normalized):
θαμβαίνω
Headword (normalized/stripped):
θαμβαινω
IDX:
18837
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18838
Key:
θαμβαίνω

Data

{'headword_display': '<b>θαμβαίνω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>θαμβαίνω</HL><PS>vb</PS><Ety><Ref>θάμβος</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>admire, be amazed at</Tr> <Obj>exotic trees<Au>Pi.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'θαμβαίνω'}