Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

αὐτόσπορος
αὐτόσσυτος
αὐτοσταδίη
αὐτόστολος
αὐτόστονος
αὐτοσφαγής
αὐτοσχεδά
αὐτοσχεδιάζω
αὐτοσχεδίασμα
αὐτοσχεδιαστής
αὐτοσχεδιαστικός
αὐτοσχεδίη
αὐτοσχεδόν
αὐτοτελής
αὐτότοκος
αὐτοτραγικός
αὐτοτράπεζος
αὐτοτροπέω
αὑτοῦ
αὐτοῦ
αὐτουργέω
View word page
αὐτοσχεδιαστικός
αὐτοσχεδιαστικόςή όνadjof the origin of tragedyin improvisationArist.

ShortDef

extemporaneous

Debugging

Headword:
αὐτοσχεδιαστικός
Headword (normalized):
αὐτοσχεδιαστικός
Headword (normalized/stripped):
αυτοσχεδιαστικος
IDX:
1880
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1881
Key:
αὐτοσχεδιαστικός

Data

{'headword_display': '<b>αὐτοσχεδιαστικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>αὐτοσχεδιαστικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of the origin of tragedy</Indic><Tr>in improvisation</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'αὐτοσχεδιαστικός'}