Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θαλαμευτός
θαλάμη
θαλαμήιος
θαλαμηπόλος
θαλαμιᾱ́
θαλαμιός
θάλαμος
θάλασσα
θαλασσαῖος
θαλασσεύω
θαλασσίδιος
θαλάσσιος
θαλασσοκρατέω
θαλασσοκράτωρ
θαλασσόπλαγκτος
θαλασσόπληκτος
θαλασσοπορέω
θαλαττ-
θαλαττοκοπέω
θαλαττόομαι
θαλαττουργέω
View word page
θαλασσίδιος
θαλασσίδιοςη ονIon.adj of landscoastal Hdt.

ShortDef

of the sea, coastal

Debugging

Headword:
θαλασσίδιος
Headword (normalized):
θαλασσίδιος
Headword (normalized/stripped):
θαλασσιδιος
IDX:
18807
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18808
Key:
θαλασσίδιος

Data

{'headword_display': '<b>θαλασσίδιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>θαλασσίδιος</HL><Infl>η ον</Infl><PS>Ion.adj</PS></HG> <aS1><Indic>of lands</Indic><Tr>coastal </Tr><Au>Hdt.</Au></aS1></AE>', 'key': 'θαλασσίδιος'}