Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

αὐτοσίδᾱρος
αὐτόσπορος
αὐτόσσυτος
αὐτοσταδίη
αὐτόστολος
αὐτόστονος
αὐτοσφαγής
αὐτοσχεδά
αὐτοσχεδιάζω
αὐτοσχεδίασμα
αὐτοσχεδιαστής
αὐτοσχεδιαστικός
αὐτοσχεδίη
αὐτοσχεδόν
αὐτοτελής
αὐτότοκος
αὐτοτραγικός
αὐτοτράπεζος
αὐτοτροπέω
αὑτοῦ
αὐτοῦ
View word page
αὐτοσχεδιαστής
αὐτοσχεδιαστήςοῦm improviserw.gen.in military mattersX.

ShortDef

one who improvises

Debugging

Headword:
αὐτοσχεδιαστής
Headword (normalized):
αὐτοσχεδιαστής
Headword (normalized/stripped):
αυτοσχεδιαστης
IDX:
1879
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1880
Key:
αὐτοσχεδιαστής

Data

{'headword_display': '<b>αὐτοσχεδιαστής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>αὐτοσχεδιαστής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>improviser<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>in military matters</Expl></Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'αὐτοσχεδιαστής'}