Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀποπαπταίνω
ἀποπατέω
ἀπόπατος
ἀποπαύω
ἀπόπειρα
ἀποπειράομαι
ἀποπέκομαι
ἀποπελεκάω
ἀποπέμπω
ἀπόπεμψις
ἀποπενθέω
ἀποπεράω
ἀποπέρδομαι
ἀποπερκόομαι
ᾱ̓ποπέσῃσι
ἀποπέτομαι
ἀποπεφασμένως
ἀποπήγνῡμι
ἀποπηδάω
ἀποπίμπλημι
ἀποπῑ́νω
View word page
ἀπο-πενθέω
ἀποπενθέωcontr.vb be in full mourningPlu.

ShortDef

to mourn for

Debugging

Headword:
ἀποπενθέω
Headword (normalized):
ἀποπενθέω
Headword (normalized/stripped):
αποπενθεω
IDX:
187
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-188
Key:
ἀποπενθέω

Data

{'headword_display': '<b>ἀπο-πενθέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀπο<hyph/>πενθέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>be in full mourning</Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀποπενθέω'}