Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

αὐτόσε
αὐτοσίδᾱρος
αὐτόσπορος
αὐτόσσυτος
αὐτοσταδίη
αὐτόστολος
αὐτόστονος
αὐτοσφαγής
αὐτοσχεδά
αὐτοσχεδιάζω
αὐτοσχεδίασμα
αὐτοσχεδιαστής
αὐτοσχεδιαστικός
αὐτοσχεδίη
αὐτοσχεδόν
αὐτοτελής
αὐτότοκος
αὐτοτραγικός
αὐτοτράπεζος
αὐτοτροπέω
αὑτοῦ
View word page
αὐτοσχεδίασμα
αὐτοσχεδίασμαατοςn improvisationref. to a poemArist.

ShortDef

an impromptu

Debugging

Headword:
αὐτοσχεδίασμα
Headword (normalized):
αὐτοσχεδίασμα
Headword (normalized/stripped):
αυτοσχεδιασμα
IDX:
1878
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1879
Key:
αὐτοσχεδίασμα

Data

{'headword_display': '<b>αὐτοσχεδίασμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>αὐτοσχεδίασμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>improvisation<Expl>ref. to a poem</Expl></Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'αὐτοσχεδίασμα'}