Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

αὐτόρριζος
αὐτόρυτος
αὐτός
αὑτός
αὐτόσε
αὐτοσίδᾱρος
αὐτόσπορος
αὐτόσσυτος
αὐτοσταδίη
αὐτόστολος
αὐτόστονος
αὐτοσφαγής
αὐτοσχεδά
αὐτοσχεδιάζω
αὐτοσχεδίασμα
αὐτοσχεδιαστής
αὐτοσχεδιαστικός
αὐτοσχεδίη
αὐτοσχεδόν
αὐτοτελής
αὐτότοκος
View word page
αὐτό-στονος
αὐτόστονοςονadjστόνος of lamentation, quasi-personif.grieving of its own accordA.

ShortDef

lamenting by

Debugging

Headword:
αὐτόστονος
Headword (normalized):
αὐτόστονος
Headword (normalized/stripped):
αυτοστονος
IDX:
1874
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1875
Key:
αὐτόστονος

Data

{'headword_display': '<b>αὐτό-στονος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>αὐτό<hyph/>στονος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>στόνος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of lamentation, quasi-personif.</Indic><Tr>grieving of its own accord</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'αὐτόστονος'}