Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἶφι
᾿Ῑφιγένεια
᾿Ῑφικρατίδες
ῑ̓́φιος
ῑ̓χαίνω
ῑ̓χανάω
ἰχθυάω
ἰχθυβολεύς
ἰχθυβόλος
ἰχθῡ́δια
ἰχθυηρός
ἰχθυοειδής
ἰχθυόεις
ἰχθυολῡ́μης
ἰχθυοπώλιον
ἰχθυοστεφής
ἰχθυοτρόφος
ἰχθῡ́ς
ἰχθυώδης
ἴχματα
ἰχνείᾱ
View word page
ἰχθυηρός
ἰχθυηρόςᾱ́ όνadj of cutting-boardsfor fishAr.

ShortDef

fishy, scaly

Debugging

Headword:
ἰχθυηρός
Headword (normalized):
ἰχθυηρός
Headword (normalized/stripped):
ιχθυηρος
IDX:
18745
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18746
Key:
ἰχθυηρός

Data

{'headword_display': '<b>ἰχθυηρός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἰχθυηρός</HL><Infl>ᾱ́ όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of cutting-boards</Indic><Tr>for fish</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἰχθυηρός'}