Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ῑ̓ῡκτής
ἴφθῑμος
ἶφι
᾿Ῑφιγένεια
᾿Ῑφικρατίδες
ῑ̓́φιος
ῑ̓χαίνω
ῑ̓χανάω
ἰχθυάω
ἰχθυβολεύς
ἰχθυβόλος
ἰχθῡ́δια
ἰχθυηρός
ἰχθυοειδής
ἰχθυόεις
ἰχθυολῡ́μης
ἰχθυοπώλιον
ἰχθυοστεφής
ἰχθυοτρόφος
ἰχθῡ́ς
ἰχθυώδης
View word page
ἰχθυ-βόλος
ἰχθυ-βόλοςονadjβάλλω of Poseidon's tridentfish-spearingA.

ShortDef

striking fish

Debugging

Headword:
ἰχθυβόλος
Headword (normalized):
ἰχθυβόλος
Headword (normalized/stripped):
ιχθυβολος
IDX:
18743
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18744
Key:
ἰχθυβόλος

Data

{'headword_display': '<b>ἰχθυ-βόλος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>ἰχθυ-βόλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>βάλλω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of Poseidon's trident</Indic><Tr>fish-spearing</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>", 'key': 'ἰχθυβόλος'}