Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἰῡ́ζω
ῑ̓ῡκτής
ἴφθῑμος
ἶφι
᾿Ῑφιγένεια
᾿Ῑφικρατίδες
ῑ̓́φιος
ῑ̓χαίνω
ῑ̓χανάω
ἰχθυάω
ἰχθυβολεύς
ἰχθυβόλος
ἰχθῡ́δια
ἰχθυηρός
ἰχθυοειδής
ἰχθυόεις
ἰχθυολῡ́μης
ἰχθυοπώλιον
ἰχθυοστεφής
ἰχθυοτρόφος
ἰχθῡ́ς
View word page
ἰχθυβολεύς
ἰχθυβολεύςέωςmἰχθυβόλος fish-catcherfishermanCall.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἰχθυβολεύς
Headword (normalized):
ἰχθυβολεύς
Headword (normalized/stripped):
ιχθυβολευς
IDX:
18742
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18743
Key:
ἰχθυβολεύς

Data

{'headword_display': '<b>ἰχθυβολεύς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἰχθυβολεύς</HL><Infl>έως</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>ἰχθυβόλος</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>fish-catcher</Def><Tr>fisherman</Tr><Au>Call.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἰχθυβολεύς'}