Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

αὐτοπωλικός
αὐτόρριζος
αὐτόρυτος
αὐτός
αὑτός
αὐτόσε
αὐτοσίδᾱρος
αὐτόσπορος
αὐτόσσυτος
αὐτοσταδίη
αὐτόστολος
αὐτόστονος
αὐτοσφαγής
αὐτοσχεδά
αὐτοσχεδιάζω
αὐτοσχεδίασμα
αὐτοσχεδιαστής
αὐτοσχεδιαστικός
αὐτοσχεδίη
αὐτοσχεδόν
αὐτοτελής
View word page
αὐτό-στολος
αὐτόστολοςονadjστόλος undertaking a journey in personopp. sending anotherS.

ShortDef

self-sent, going

Debugging

Headword:
αὐτόστολος
Headword (normalized):
αὐτόστολος
Headword (normalized/stripped):
αυτοστολος
IDX:
1873
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1874
Key:
αὐτόστολος

Data

{'headword_display': '<b>αὐτό-στολος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>αὐτό<hyph/>στολος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>στόλος</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>undertaking a journey in person<Expl>opp. sending another</Expl></Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'αὐτόστολος'}