Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἴσως
Ἰταλίᾱ
ἰταμός
ἰταμότης
ἴτε
ῑ̓τέᾱ
ῑ̓τέινος
ἰτέον
ἴτης
ἰτητέον
ἰτητικός
ἴτον
ἴτριον
ἴττω
ἴτυς
Ἴτυς
ἴτω
Ῑ̓́των
ἰῡγή
ἰῡγμός
ἴυγξ
View word page
ἰτητικός
ἰτητικόςή όνadjsuperl.
ἰτητικώτατος
of a high-spirited naturehabitually impetuousArist.

ShortDef

most ready to encounter

Debugging

Headword:
ἰτητικός
Headword (normalized):
ἰτητικός
Headword (normalized/stripped):
ιτητικος
IDX:
18721
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18722
Key:
ἰτητικός

Data

{'headword_display': '<b>ἰτητικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἰτητικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><FG><Deg><Lbl>superl.</Lbl><Form>ἰτητικώτατος</Form></Deg></FG></HG> <aS1><Indic>of a high-spirited nature</Indic><Tr>habitually impetuous</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἰτητικός'}