Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

αὐτόπτης
αὐτοπώλης
αὐτοπωλικός
αὐτόρριζος
αὐτόρυτος
αὐτός
αὑτός
αὐτόσε
αὐτοσίδᾱρος
αὐτόσπορος
αὐτόσσυτος
αὐτοσταδίη
αὐτόστολος
αὐτόστονος
αὐτοσφαγής
αὐτοσχεδά
αὐτοσχεδιάζω
αὐτοσχεδίασμα
αὐτοσχεδιαστής
αὐτοσχεδιαστικός
αὐτοσχεδίη
View word page
αὐτό-σσυτος
αὐτόσσυτοςονadjσεύω of a godurging on in persona pollutionA.

ShortDef

self-sped

Debugging

Headword:
αὐτόσσυτος
Headword (normalized):
αὐτόσσυτος
Headword (normalized/stripped):
αυτοσσυτος
IDX:
1871
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1872
Key:
αὐτόσσυτος

Data

{'headword_display': '<b>αὐτό-σσυτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>αὐτό<hyph/>σσυτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>σεύω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a god</Indic><Tr>urging on in person<Expl>a pollution</Expl></Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'αὐτόσσυτος'}