Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἰσχῡροποιέω
ἰσχῡρός
ἰσχῡ́ς
ἰσχῡ́ω
ἴσχω
ἰσωνίᾱ
ῑ̓σώνυμος
ἴσως
Ἰταλίᾱ
ἰταμός
ἰταμότης
ἴτε
ῑ̓τέᾱ
ῑ̓τέινος
ἰτέον
ἴτης
ἰτητέον
ἰτητικός
ἴτον
ἴτριον
ἴττω
View word page
ἰταμότης
ἰταμότηςητοςf boldnessrecklessnessPl. Plb. Plu.

ShortDef

initiative, vigour

Debugging

Headword:
ἰταμότης
Headword (normalized):
ἰταμότης
Headword (normalized/stripped):
ιταμοτης
IDX:
18714
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18715
Key:
ἰταμότης

Data

{'headword_display': '<b>ἰταμότης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἰταμότης</HL><Infl>ητος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>boldness<or/>recklessness</Tr><Au>Pl. Plb. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἰταμότης'}