Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

αὐτόπρεμνος
αὐτόπτης
αὐτοπώλης
αὐτοπωλικός
αὐτόρριζος
αὐτόρυτος
αὐτός
αὑτός
αὐτόσε
αὐτοσίδᾱρος
αὐτόσπορος
αὐτόσσυτος
αὐτοσταδίη
αὐτόστολος
αὐτόστονος
αὐτοσφαγής
αὐτοσχεδά
αὐτοσχεδιάζω
αὐτοσχεδίασμα
αὐτοσχεδιαστής
αὐτοσχεδιαστικός
View word page
αὐτό-σπορος
αὐτόσποροςονadjσπόρος of fieldsself-sownA.fr.

ShortDef

self-sown

Debugging

Headword:
αὐτόσπορος
Headword (normalized):
αὐτόσπορος
Headword (normalized/stripped):
αυτοσπορος
IDX:
1870
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1871
Key:
αὐτόσπορος

Data

{'headword_display': '<b>αὐτό-σπορος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>αὐτό<hyph/>σπορος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>σπόρος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of fields</Indic><Tr>self-sown</Tr><Au>A.<Wk>fr.</Wk></Au></aS1></AE>', 'key': 'αὐτόσπορος'}