Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἰσχάς
ἰσχίον
ἰσχναίνω
ἰσχνασίᾱ
ἰσχνός
ἰσχνόφωνος
ἰσχομένως
ἰσχῡρίζομαι
ἰσχῡρικός
ἰσχῡρογνώμων
ἰσχῡροποιέω
ἰσχῡρός
ἰσχῡ́ς
ἰσχῡ́ω
ἴσχω
ἰσωνίᾱ
ῑ̓σώνυμος
ἴσως
Ἰταλίᾱ
ἰταμός
ἰταμότης
View word page
ἰσχῡροποιέω
ἰσχῡροποιέωcontr.vb emphasise, stressa pointin an argumentPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἰσχῡροποιέω
Headword (normalized):
ἰσχῡροποιέω
Headword (normalized/stripped):
ισχυροποιεω
IDX:
18704
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18705
Key:
ἰσχῡροποιέω

Data

{'headword_display': '<b>ἰσχῡροποιέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἰσχῡροποιέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>emphasise, stress</Tr><Obj>a point<Expl>in an argument</Expl><Au>Plb.</Au> </Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'ἰσχῡροποιέω'}