Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

αὐτοπολῑ́της
αὐτόπρεμνος
αὐτόπτης
αὐτοπώλης
αὐτοπωλικός
αὐτόρριζος
αὐτόρυτος
αὐτός
αὑτός
αὐτόσε
αὐτοσίδᾱρος
αὐτόσπορος
αὐτόσσυτος
αὐτοσταδίη
αὐτόστολος
αὐτόστονος
αὐτοσφαγής
αὐτοσχεδά
αὐτοσχεδιάζω
αὐτοσχεδίασμα
αὐτοσχεδιαστής
View word page
αὐτο-σίδᾱρος
αὐτοσίδᾱροςονdial.adjσίδηρος of suicidewith self-inflicted steelE.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
αὐτοσίδᾱρος
Headword (normalized):
αὐτοσίδᾱρος
Headword (normalized/stripped):
αυτοσιδαρος
IDX:
1869
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1870
Key:
αὐτοσίδᾱρος

Data

{'headword_display': '<b>αὐτο-σίδᾱρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>αὐτο<hyph/>σίδᾱρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>dial.adj</PS><Ety><Ref>σίδηρος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of suicide</Indic><Tr>with self-inflicted steel</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'αὐτοσίδᾱρος'}