Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἴστον
ἱστοπέδη
ἱστορέω
ἱστορίᾱ
ἱστορικός
ἱστοριογράφος
ἱστός
ἱστότονος
ἱστοτριβής
ἱστουργέω
ἱστουργίᾱ
Ἴστρος
ἵστω
ἴστω
ἵστωρ
ἰσχάδιον
ἰσχαδόπωλις
ἰσχαλέος
ἰσχανάω
ἰσχάνω
ἰσχάς
View word page
ἱστουργίᾱ
ἱστουργίᾱᾱςf weavingPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἱστουργίᾱ
Headword (normalized):
ἱστουργίᾱ
Headword (normalized/stripped):
ιστουργια
IDX:
18684
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18685
Key:
ἱστουργίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>ἱστουργίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἱστουργίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>weaving</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἱστουργίᾱ'}