Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἱστοδόκη
ἴστον
ἱστοπέδη
ἱστορέω
ἱστορίᾱ
ἱστορικός
ἱστοριογράφος
ἱστός
ἱστότονος
ἱστοτριβής
ἱστουργέω
ἱστουργίᾱ
Ἴστρος
ἵστω
ἴστω
ἵστωρ
ἰσχάδιον
ἰσχαδόπωλις
ἰσχαλέος
ἰσχανάω
ἰσχάνω
View word page
ἱστουργέω
ἱστουργέωcontr.vbἔργον work at the loomS.

ShortDef

to work at the loom, weave

Debugging

Headword:
ἱστουργέω
Headword (normalized):
ἱστουργέω
Headword (normalized/stripped):
ιστουργεω
IDX:
18683
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18684
Key:
ἱστουργέω

Data

{'headword_display': '<b>ἱστουργέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἱστουργέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>ἔργον</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>work at the loom</Tr><Au>S.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἱστουργέω'}