Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἴστε
ἱστεών
ἵστημι
ἱστιάω
ἱστίη
ἱστιητόριον
ἱστιοδρομέω
ἱστίον
ἱστιορράφος
ἱστοβοεύς
ἱστοδόκη
ἴστον
ἱστοπέδη
ἱστορέω
ἱστορίᾱ
ἱστορικός
ἱστοριογράφος
ἱστός
ἱστότονος
ἱστοτριβής
ἱστουργέω
View word page
ἱστο-δόκη
ἱστο-δόκηηςfδέχομαι mast-crutchat the stern of a ship, on which the mast rests when loweredIl. hHom. AR.

ShortDef

the mast-crutch

Debugging

Headword:
ἱστοδόκη
Headword (normalized):
ἱστοδόκη
Headword (normalized/stripped):
ιστοδοκη
IDX:
18673
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18674
Key:
ἱστοδόκη

Data

{'headword_display': '<b>ἱστο-δόκη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἱστο-δόκη</HL><Infl>ης</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>δέχομαι</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>mast-crutch<Expl>at the stern of a ship, on which the mast rests when lowered</Expl></Tr><Au>Il. hHom. AR.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἱστοδόκη'}