Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἰσόψῡχος
ἰσόω
ἴστε
ἱστεών
ἵστημι
ἱστιάω
ἱστίη
ἱστιητόριον
ἱστιοδρομέω
ἱστίον
ἱστιορράφος
ἱστοβοεύς
ἱστοδόκη
ἴστον
ἱστοπέδη
ἱστορέω
ἱστορίᾱ
ἱστορικός
ἱστοριογράφος
ἱστός
ἱστότονος
View word page
ἱστιο-ρράφος
ἱστιο-ρράφοςουmῥάπτω pejor.sail-stitcherref. to a person dressed in rags of sail-clothAr.

ShortDef

sailpatcher

Debugging

Headword:
ἱστιορράφος
Headword (normalized):
ἱστιορράφος
Headword (normalized/stripped):
ιστιορραφος
IDX:
18671
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18672
Key:
ἱστιορράφος

Data

{'headword_display': '<b>ἱστιο-ρράφος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἱστιο-ρράφος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>ῥάπτω</Ref></Ety></HG> <nS1><Indic>pejor.</Indic><Tr>sail-stitcher<Expl>ref. to a person dressed in rags of sail-cloth</Expl></Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἱστιορράφος'}