Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἰσοψηφίᾱ
ἰσόψηφος
ἰσόψῡχος
ἰσόω
ἴστε
ἱστεών
ἵστημι
ἱστιάω
ἱστίη
ἱστιητόριον
ἱστιοδρομέω
ἱστίον
ἱστιορράφος
ἱστοβοεύς
ἱστοδόκη
ἴστον
ἱστοπέδη
ἱστορέω
ἱστορίᾱ
ἱστορικός
ἱστοριογράφος
View word page
ἱστιοδρομέω
ἱστιοδρομέωcontr.vbἱστίονδραμεῖν of shipsproceed under sailPlb.

ShortDef

run under full sail

Debugging

Headword:
ἱστιοδρομέω
Headword (normalized):
ἱστιοδρομέω
Headword (normalized/stripped):
ιστιοδρομεω
IDX:
18669
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18670
Key:
ἱστιοδρομέω

Data

{'headword_display': '<b>ἱστιοδρομέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἱστιοδρομέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>ἱστίον</Ref><Ref>δραμεῖν</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>of ships</Indic><Tr>proceed under sail</Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἱστιοδρομέω'}