Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἰσοτύραννος
ἰσουψής
ῑ̓σοφαρίζω
ἰσοφόρος
ἰσοχειλής
ἰσοψηφίᾱ
ἰσόψηφος
ἰσόψῡχος
ἰσόω
ἴστε
ἱστεών
ἵστημι
ἱστιάω
ἱστίη
ἱστιητόριον
ἱστιοδρομέω
ἱστίον
ἱστιορράφος
ἱστοβοεύς
ἱστοδόκη
ἴστον
View word page
ἱστεών
ἱστεώνῶνοςmἱστός weaving-roomMen.

ShortDef

weaving-shed

Debugging

Headword:
ἱστεών
Headword (normalized):
ἱστεών
Headword (normalized/stripped):
ιστεων
IDX:
18664
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18665
Key:
ἱστεών

Data

{'headword_display': '<b>ἱστεών</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἱστεών</HL><Infl>ῶνος</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>ἱστός</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>weaving-room</Tr><Au>Men.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἱστεών'}