Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἰσοσκελής
ἰσοστάσιος
ἰσοταχής
ἰσοτέλεια
ἰσοτέλεστος
ἰσοτελής
ἰσότης
ἰσοτῑμίᾱ
ἰσότῑμος
ῑ̓σοτράπεζος
ἰσοτριβής
ἰσοτύραννος
ἰσουψής
ῑ̓σοφαρίζω
ἰσοφόρος
ἰσοχειλής
ἰσοψηφίᾱ
ἰσόψηφος
ἰσόψῡχος
ἰσόω
ἴστε
View word page
ἰσοτριβής
ἰσοτριβήςadjseeἱστοτριβής

ShortDef

pressing

Debugging

Headword:
ἰσοτριβής
Headword (normalized):
ἰσοτριβής
Headword (normalized/stripped):
ισοτριβης
IDX:
18653
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18654
Key:
ἰσοτριβής

Data

{'headword_display': '<b>ἰσοτριβής</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἰσοτριβής</HL><PS>adj</PS></HG><XR>see<Ref>ἱστοτριβής</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἰσοτριβής'}