Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

αὐτόπαις
αὐτόπετρος
αὐτοπήμων
αὐτοποιητικός
αὐτοποιός
αὐτόπολις
αὐτοπολῑ́της
αὐτόπρεμνος
αὐτόπτης
αὐτοπώλης
αὐτοπωλικός
αὐτόρριζος
αὐτόρυτος
αὐτός
αὑτός
αὐτόσε
αὐτοσίδᾱρος
αὐτόσπορος
αὐτόσσυτος
αὐτοσταδίη
αὐτόστολος
View word page
αὐτοπωλικός
αὐτοπωλικόςή όνadj of or relating to a manufacturer who sells directlyfem.neut.sb.direct salePl.

ShortDef

of an αὐτοπώλης, who sells own products

Debugging

Headword:
αὐτοπωλικός
Headword (normalized):
αὐτοπωλικός
Headword (normalized/stripped):
αυτοπωλικος
IDX:
1863
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1864
Key:
αὐτοπωλικός

Data

{'headword_display': '<b>αὐτοπωλικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>αὐτοπωλικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Def>of or relating to a manufacturer who sells directly</Def><SGrm><GLbl>fem.<and/>neut.sb.</GLbl><Def>direct sale</Def><Au>Pl.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'αὐτοπωλικός'}