Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἰσομέτωπος
ἰσομήκης
ἰσομοιρέω
ἰσομοιρίᾱ
ἰσόμοιρος
ῑ̓σόμορος
ῑ̓σόνειρος
ἰσόνεκυς
ἰσονομέομαι
ἰσονομίᾱ
ἰσονομικός
ἰσόνομος
ἰσόπαις
ἰσοπαλής
ἰσόπεδος
ἰσοπλατής
ἰσόπλευρος
ἰσοπληθής
ἰσοπολῑτείᾱ
ἰσόπρεσβυς
ἰσορροπέω
View word page
ἰσονομικός
ἰσονομικόςή όνadjof a persondevoted to political equalityPl.

ShortDef

devoted to equality

Debugging

Headword:
ἰσονομικός
Headword (normalized):
ἰσονομικός
Headword (normalized/stripped):
ισονομικος
IDX:
18629
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18630
Key:
ἰσονομικός

Data

{'headword_display': '<b>ἰσονομικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἰσονομικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>devoted to political equality</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἰσονομικός'}