Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

αὐτοπάθεια
αὐτόπαις
αὐτόπετρος
αὐτοπήμων
αὐτοποιητικός
αὐτοποιός
αὐτόπολις
αὐτοπολῑ́της
αὐτόπρεμνος
αὐτόπτης
αὐτοπώλης
αὐτοπωλικός
αὐτόρριζος
αὐτόρυτος
αὐτός
αὑτός
αὐτόσε
αὐτοσίδᾱρος
αὐτόσπορος
αὐτόσσυτος
αὐτοσταδίη
View word page
αὐτο-πώλης
αὐτοπώληςουmπωλέω seller of one's own productsPl.

ShortDef

selling one's own goods

Debugging

Headword:
αὐτοπώλης
Headword (normalized):
αὐτοπώλης
Headword (normalized/stripped):
αυτοπωλης
IDX:
1862
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1863
Key:
αὐτοπώλης

Data

{'headword_display': '<b>αὐτο-πώλης</b>', 'content': "<NE><HG><HL>αὐτο<hyph/>πώλης</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>πωλέω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr> seller of one's own products</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>", 'key': 'αὐτοπώλης'}