Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἰσομεγέθης
ἰσομέτρητος
ἰσομέτωπος
ἰσομήκης
ἰσομοιρέω
ἰσομοιρίᾱ
ἰσόμοιρος
ῑ̓σόμορος
ῑ̓σόνειρος
ἰσόνεκυς
ἰσονομέομαι
ἰσονομίᾱ
ἰσονομικός
ἰσόνομος
ἰσόπαις
ἰσοπαλής
ἰσόπεδος
ἰσοπλατής
ἰσόπλευρος
ἰσοπληθής
ἰσοπολῑτείᾱ
View word page
ἰσονομέομαι
ἰσονομέομαιmid.contr.vbἰσόνομος have equal rightsw. μετά + gen.w. othersTh.

ShortDef

to have equal rights

Debugging

Headword:
ἰσονομέομαι
Headword (normalized):
ἰσονομέομαι
Headword (normalized/stripped):
ισονομεομαι
IDX:
18627
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18628
Key:
ἰσονομέομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἰσονομέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἰσονομέομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS><Ety><Ref>ἰσόνομος</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>have equal rights</Tr><Cmpl><GLbl>w. <Ref>μετά</Ref> + gen.</GLbl>w. others<Au>Th.</Au> </Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'ἰσονομέομαι'}