Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

αὐτόνομος
αὐτονυχεί
αὐτόξυλος
αὐτοπάθεια
αὐτόπαις
αὐτόπετρος
αὐτοπήμων
αὐτοποιητικός
αὐτοποιός
αὐτόπολις
αὐτοπολῑ́της
αὐτόπρεμνος
αὐτόπτης
αὐτοπώλης
αὐτοπωλικός
αὐτόρριζος
αὐτόρυτος
αὐτός
αὑτός
αὐτόσε
αὐτοσίδᾱρος
View word page
αὐτο-πολῑ́της
αὐτο-πολῑ́τηςουm citizen of an independent cityX.cj.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
αὐτοπολῑ́της
Headword (normalized):
αὐτοπολῑ́της
Headword (normalized/stripped):
αυτοπολιτης
IDX:
1859
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1860
Key:
αὐτοπολῑ́της

Data

{'headword_display': '<b>αὐτο-πολῑ́της</b>', 'content': '<NE><HG><HL>αὐτο-πολῑ́της</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>citizen of an independent city</Tr><Au>X.<LblR>cj.</LblR></Au></nS1></NE>', 'key': 'αὐτοπολῑ́της'}