Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἴσᾱσι
ῑ̓σάσκετο
ἴσᾱτι
ἰσαχῶς
ἰσδάνω
ἵσδω
ἰσήβᾱς
ἰσηγορίᾱ
ἰσῆλιξ
ἰσημερίᾱ
ἰσημερινός
ἰσήρετμος
ἰσήρης
ἴσθι
ἴσθι
ἰσθμιάζω
Ἰσθμιασταί
ἴσθμιον
Ἰσθμιόνῑκος
Ἴσθμιος
ἰσθμός
View word page
ἰσημερινός
ἰσημερινόςή όνadj of a sunsetat the equinoxPlb.

ShortDef

equinoctial

Debugging

Headword:
ἰσημερινός
Headword (normalized):
ἰσημερινός
Headword (normalized/stripped):
ισημερινος
IDX:
18582
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18583
Key:
ἰσημερινός

Data

{'headword_display': '<b>ἰσημερινός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἰσημερινός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a sunset</Indic><Tr>at the equinox</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἰσημερινός'}