Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

αὐτομολίᾱ
αὐτόμολος
αὑτόν
αὐτονομέομαι
αὐτονομίᾱ
αὐτόνομος
αὐτονυχεί
αὐτόξυλος
αὐτοπάθεια
αὐτόπαις
αὐτόπετρος
αὐτοπήμων
αὐτοποιητικός
αὐτοποιός
αὐτόπολις
αὐτοπολῑ́της
αὐτόπρεμνος
αὐτόπτης
αὐτοπώλης
αὐτοπωλικός
αὐτόρριζος
View word page
αὐτό-πετρος
αὐτόπετροςονadjπέτρος of a platformof natural rockopp. constructed by manS.cj.

ShortDef

of native rock

Debugging

Headword:
αὐτόπετρος
Headword (normalized):
αὐτόπετρος
Headword (normalized/stripped):
αυτοπετρος
IDX:
1854
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1855
Key:
αὐτόπετρος

Data

{'headword_display': '<b>αὐτό-πετρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>αὐτό<hyph/>πετρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πέτρος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a platform</Indic><Tr>of natural rock<Expl>opp. constructed by man</Expl></Tr><Au>S.<LblR>cj.</LblR></Au></aS1></AE>', 'key': 'αὐτόπετρος'}