Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἵπταμαι
ἴπτομαι
ῑ̔ράομαι
ῑ̔ρεύς
ῑ̓ρήν
ῑ̓ρήνᾱ
ῑ̓́ρηξ
ῑ̓ρινόμικτος
ῑ̓́ρινος
Ἶρις
ῑ̔ρόθυτος
ῑ̔ρόν
ῑ̔ροργίη
ῑ̔ρός
ῑ̔ροφάντης
ῑ̔ρωστί
ῑ̔ρωσύνη
ῑ̓́ς
ῑ̓́ς
ἰσάγγελος
ἰσάδελφος
View word page
ῑ̔ρόθυτος
ῑ̔ρόθυτοςdial.adjseeἱερόθυτος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ῑ̔ρόθυτος
Headword (normalized):
ῑ̔ρόθυτος
Headword (normalized/stripped):
ιροθυτος
IDX:
18546
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18547
Key:
ῑ̔ρόθυτος

Data

{'headword_display': '<b>ῑ̔ρόθυτος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ῑ̔ρόθυτος</HL><PS>dial.adj</PS></HG><XR>see<Ref>ἱερόθυτος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ῑ̔ρόθυτος'}