Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἵππος
ἱπποσόᾱς
ἱππόστασις
ἱπποσύνη
ἱππότης
ἱπποτοξότης
ἱπποτροφέω
ἱπποτροφίᾱ
ἱπποτρόφος
ἵππουρις
ἱπποφορβίᾱ
ἱπποφόρβιον
ἱπποφορβός
ἱπποχάρμᾱς
ἱππώδης
ἱππώκης
ἱππών
Ἱππῶναξ
ἱππωνέω
ἱππωνίᾱ
ἵπταμαι
View word page
ἱπποφορβίᾱ
ἱπποφορβίᾱᾱςfἱπποφορβός horse-herdingPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἱπποφορβίᾱ
Headword (normalized):
ἱπποφορβίᾱ
Headword (normalized/stripped):
ιπποφορβια
IDX:
18526
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18527
Key:
ἱπποφορβίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>ἱπποφορβίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἱπποφορβίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ἱπποφορβός</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>horse-herding</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἱπποφορβίᾱ'}