Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἱπποπείρης
ἱπποπόλος
ἱππόπορνος
ἵππος
ἱπποσόᾱς
ἱππόστασις
ἱπποσύνη
ἱππότης
ἱπποτοξότης
ἱπποτροφέω
ἱπποτροφίᾱ
ἱπποτρόφος
ἵππουρις
ἱπποφορβίᾱ
ἱπποφόρβιον
ἱπποφορβός
ἱπποχάρμᾱς
ἱππώδης
ἱππώκης
ἱππών
Ἱππῶναξ
View word page
ἱπποτροφίᾱ
ἱπποτροφίᾱᾱςf sg. and pl.breedingrearing of horsesPi. Th. Pl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἱπποτροφίᾱ
Headword (normalized):
ἱπποτροφίᾱ
Headword (normalized/stripped):
ιπποτροφια
IDX:
18523
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18524
Key:
ἱπποτροφίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>ἱπποτροφίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἱπποτροφίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Indic>sg. and pl.</Indic><Tr>breeding<or/>rearing of horses</Tr><Au>Pi. Th. Pl.<NBPlus/></Au></nS1></NE>', 'key': 'ἱπποτροφίᾱ'}