Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἱππομανής
ἱππομαχέω
ἱππομαχίᾱ
ἱππόμαχος
ἱππόμητις
ἱππόμορφος
ἱππόνῑκος
ἱππονώμᾱς
ἱπποπείρης
ἱπποπόλος
ἱππόπορνος
ἵππος
ἱπποσόᾱς
ἱππόστασις
ἱπποσύνη
ἱππότης
ἱπποτοξότης
ἱπποτροφέω
ἱπποτροφίᾱ
ἱπποτρόφος
ἵππουρις
View word page
ἱππό-πορνος
ἱππό-πορνοςουfπόρνη derog.ref. to a womangreat whoreMen.

ShortDef

excessive prostitute

Debugging

Headword:
ἱππόπορνος
Headword (normalized):
ἱππόπορνος
Headword (normalized/stripped):
ιπποπορνος
IDX:
18515
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18516
Key:
ἱππόπορνος

Data

{'headword_display': '<b>ἱππό-πορνος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἱππό-πορνος</HL><Infl>ου</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>πόρνη</Ref></Ety></HG> <nS1><Indic>derog.ref. to a woman</Indic><Tr>great whore</Tr><Au>Men.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἱππόπορνος'}