Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἱππόκρημνος
ἱππόκροτος
ἱππόλοφος
Ἱππολύτη
Ἱππόλυτος
ἱππομανής
ἱππομαχέω
ἱππομαχίᾱ
ἱππόμαχος
ἱππόμητις
ἱππόμορφος
ἱππόνῑκος
ἱππονώμᾱς
ἱπποπείρης
ἱπποπόλος
ἱππόπορνος
ἵππος
ἱπποσόᾱς
ἱππόστασις
ἱπποσύνη
ἱππότης
View word page
ἱππό-μορφος
ἱππό-μορφοςονadjμορφή of a soulwith the form of a horsehorse-likePl.

ShortDef

horse-shaped, horse-like

Debugging

Headword:
ἱππόμορφος
Headword (normalized):
ἱππόμορφος
Headword (normalized/stripped):
ιππομορφος
IDX:
18510
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18511
Key:
ἱππόμορφος

Data

{'headword_display': '<b>ἱππό-μορφος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἱππό-μορφος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μορφή</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a soul</Indic><Def>with the form of a horse</Def><Tr>horse-like</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἱππόμορφος'}