Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἱπποκένταυρος
ἱπποκομέω
ἱπποκόμος
ἱππόκομος
ἱπποκορυστής
ἱπποκρατέω
Ἱπποκράτης
ἱπποκρατίᾱ
ἱππόκρημνος
ἱππόκροτος
ἱππόλοφος
Ἱππολύτη
Ἱππόλυτος
ἱππομανής
ἱππομαχέω
ἱππομαχίᾱ
ἱππόμαχος
ἱππόμητις
ἱππόμορφος
ἱππόνῑκος
ἱππονώμᾱς
View word page
ἱππόλοφος
ἱππόλοφοςadjseeὑψίλοφος

ShortDef

with horse-hair crest

Debugging

Headword:
ἱππόλοφος
Headword (normalized):
ἱππόλοφος
Headword (normalized/stripped):
ιππολοφος
IDX:
18502
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18503
Key:
ἱππόλοφος

Data

{'headword_display': '<b>ἱππόλοφος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἱππόλοφος</HL><PS>adj</PS></HG><XR>see<Ref>ὑψίλοφος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἱππόλοφος'}