Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀποξῡστρόομαι
ἀποξῡ́ω
ἀποπάλλομαι
ἀποπαπταίνω
ἀποπατέω
ἀπόπατος
ἀποπαύω
ἀπόπειρα
ἀποπειράομαι
ἀποπέκομαι
ἀποπελεκάω
ἀποπέμπω
ἀπόπεμψις
ἀποπενθέω
ἀποπεράω
ἀποπέρδομαι
ἀποπερκόομαι
ᾱ̓ποπέσῃσι
ἀποπέτομαι
ἀποπεφασμένως
ἀποπήγνῡμι
View word page
ἀπο-πελεκάω
ἀποπελεκάωcontr.vb shape with an axefig., of birdshew outgatesw.dat.w. their beaksAr.

ShortDef

to hew

Debugging

Headword:
ἀποπελεκάω
Headword (normalized):
ἀποπελεκάω
Headword (normalized/stripped):
αποπελεκαω
IDX:
184
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-185
Key:
ἀποπελεκάω

Data

{'headword_display': '<b>ἀπο-πελεκάω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀπο<hyph/>πελεκάω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Def>shape with an axe</Def><vS2><Indic>fig., of birds</Indic><Tr>hew out</Tr><Obj>gates<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. their beaks</Expl><Au>Ar.</Au></Obj></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀποπελεκάω'}