Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἱπποδρόμιος
ἱπποδρόμος
ἱππόδρομος
ἱππόθεν
ἱπποθόρος
ἱπποκάνθαρος
ἱπποκέλευθος
ἱπποκένταυρος
ἱπποκομέω
ἱπποκόμος
ἱππόκομος
ἱπποκορυστής
ἱπποκρατέω
Ἱπποκράτης
ἱπποκρατίᾱ
ἱππόκρημνος
ἱππόκροτος
ἱππόλοφος
Ἱππολύτη
Ἱππόλυτος
ἱππομανής
View word page
ἱππό-κομος
ἱππό-κομοςονadjκόμη of a helmetwith horsehair crestIl. Stesich. S. Theoc.

ShortDef

decked with horse-hair

Debugging

Headword:
ἱππόκομος
Headword (normalized):
ἱππόκομος
Headword (normalized/stripped):
ιπποκομος
IDX:
18495
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18496
Key:
ἱππόκομος

Data

{'headword_display': '<b>ἱππό-κομος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἱππό-κομος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κόμη</Ref></Ety></HG> <nS1><Indic>of a helmet</Indic><Tr>with horsehair crest</Tr><Au>Il. Stesich. S. Theoc.</Au> </nS1></NE>', 'key': 'ἱππόκομος'}