Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἱπποδῑ́νητος
ἱπποδιώκτᾱς
ἱπποδρομίᾱ
ἱπποδρόμιος
ἱπποδρόμος
ἱππόδρομος
ἱππόθεν
ἱπποθόρος
ἱπποκάνθαρος
ἱπποκέλευθος
ἱπποκένταυρος
ἱπποκομέω
ἱπποκόμος
ἱππόκομος
ἱπποκορυστής
ἱπποκρατέω
Ἱπποκράτης
ἱπποκρατίᾱ
ἱππόκρημνος
ἱππόκροτος
ἱππόλοφος
View word page
ἱππο-κένταυρος
ἱππο-κένταυροςουm horse-centaurhaving the body of a horse and the head of a humanPl. X.

ShortDef

a horse-centaur, half-horse half-man

Debugging

Headword:
ἱπποκένταυρος
Headword (normalized):
ἱπποκένταυρος
Headword (normalized/stripped):
ιπποκενταυρος
IDX:
18492
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18493
Key:
ἱπποκένταυρος

Data

{'headword_display': '<b>ἱππο-κένταυρος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἱππο-κένταυρος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>horse-centaur<Expl>having the body of a horse and the head of a human</Expl></Tr><Au>Pl. X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἱπποκένταυρος'}