Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἱππόβοτος
ἱπποβουκόλος
ἱππόδαμος
ἱπποδάσεια
ἱππόδεσμα
ἱπποδέτης
ἱπποδῑ́νητος
ἱπποδιώκτᾱς
ἱπποδρομίᾱ
ἱπποδρόμιος
ἱπποδρόμος
ἱππόδρομος
ἱππόθεν
ἱπποθόρος
ἱπποκάνθαρος
ἱπποκέλευθος
ἱπποκένταυρος
ἱπποκομέω
ἱπποκόμος
ἱππόκομος
ἱπποκορυστής
View word page
ἱππο-δρόμος
ἱππο-δρόμοςουmδραμεῖν light-cavalrymanHdt.

ShortDef

a light horseman

Debugging

Headword:
ἱπποδρόμος
Headword (normalized):
ἱπποδρόμος
Headword (normalized/stripped):
ιπποδρομος
IDX:
18486
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18487
Key:
ἱπποδρόμος

Data

{'headword_display': '<b>ἱππο-δρόμος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἱππο-δρόμος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>δραμεῖν</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>light-cavalryman</Tr><Au>Hdt.</Au> </nS1></NE>', 'key': 'ἱπποδρόμος'}