Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἱππιοχαίτης
ἱππιοχάρμης
ἱπποβᾱ́μων
ἱπποβάτης
ἱπποβότης
ἱππόβοτος
ἱπποβουκόλος
ἱππόδαμος
ἱπποδάσεια
ἱππόδεσμα
ἱπποδέτης
ἱπποδῑ́νητος
ἱπποδιώκτᾱς
ἱπποδρομίᾱ
ἱπποδρόμιος
ἱπποδρόμος
ἱππόδρομος
ἱππόθεν
ἱπποθόρος
ἱπποκάνθαρος
ἱπποκέλευθος
View word page
ἱππο-δέτης
ἱπποδέτηςουmasc.adjδέω1 of a strapfor tethering horsesS.

ShortDef

binding horses

Debugging

Headword:
ἱπποδέτης
Headword (normalized):
ἱπποδέτης
Headword (normalized/stripped):
ιπποδετης
IDX:
18481
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18482
Key:
ἱπποδέτης

Data

{'headword_display': '<b>ἱππο-δέτης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἱππο<hyph/>δέτης</HL><Infl>ου</Infl><PS>masc.adj</PS><Ety><Ref>δέω<Hm>1</Hm></Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a strap</Indic><Tr>for tethering horses</Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἱπποδέτης'}